Anonymous

πάομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] («πασάμενος ἐπίτασσε», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. στον παρακμ.) [[πέπαμαι]]<br />έχω [[κάτι]] ως [[κτήμα]] μου, [[κατέχω]], κέκτημαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., του οποίου απαντούν ο μέλλ. [[πάσομαι]], ο αόρ. <i>ἐ</i>-<i>πασάμην</i> και [[ιδίως]] ο παρακμ. <i>πέπᾱμαι</i> (<b>πρβλ.</b> [[πᾶμα]], [[πάτωρ]], <i>παμ</i>-<i>πησία</i>, <i>ἔμ</i>-<i>πασις</i>). Η [[οικογένεια]] αυτή τών λ., [[ξένη]] στην ιων.-αττ. διάλεκτο, εκφράζει την [[έννοια]] της κτήσης ακίνητης περιουσίας και γενικά σταθερών αγαθών, από όπου και η [[επικράτηση]] του τ. του παρακμ., δηλωτικού διάρκειας, από τους τ. του ενεστ. ή του αορ. Η [[μαρτυρία]] στη Βοιωτική τών τ. <i>ππάματα</i> και <i>Γυνόππαστος</i> μάς οδηγούν σε [[ρίζα]] <i>kw</i><i>ā</i>- με χειλοϋπερωικό φθόγγο (που στη Βοιωτική εμφανίζεται με -<i>ππ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ίππος]]). Άλλοι, επικαλούμενοι την [[αντιστοιχία]] [[ανάμεσα]] στα [[μένος]] και <i>μέμνημαι</i>, υποθέτουν την ύπαρξη ενός προσηγορικού <i>κέFος</i> και το συνδέουν με το αρχ. ινδ. <i>śavas</i>- «[[δύναμη]], [[υπεροχή]]». Επίσης, συνδέουν τον τ. <i>πά</i>-<i>τωρ</i> με το αρχ.ινδ. <i>śv</i><i>ā</i>-<i>tra</i>- «[[επικερδής]], [[δυνατός]]». Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], σε μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>kua</i>- &GT; <i>κῡ</i> της Ίδιας οικογένειας ανάγονται οι λ. [[άκυρος]], [[κύριος]] (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>ś</i><i>ū</i><i>ra</i>- «[[δυνατός]], [[ήρωας]]»). Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με το [[πέπαμαι]] εντάσσουν μερικοί και το μυκην. συνθ. <i>moroqa</i> με α' συνθετικό <i>morο</i>- ή <i>moiro</i>- «[[μοίρα]], [[τεμάχιο]] γης» και β' συνθετικό -<i>qa</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>kw</i><i>ā</i>) «[[κάτοχος]]». Το θ. -<i>πᾱ</i> του [[πέπαμαι]] μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια: <i>Εὐπάτας</i>, <i>Καλλιπάτας</i> και με -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πάστᾱς</i>): <i>Εὔπαστος</i>, <i>Γονύππαστος</i>, <i>Θιόππαστος</i> και πιθ. στα: <i>Πασίβοιος</i>, <i>Πασίοχος</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του ρ. [[πέπαμαι]] τόσο με το επί θ. <i>πᾶς</i> όσο και με το ρ. <i>κέκτημαι</i> δεν φαίνεται πιθανή].
|mltxt=Α<br />(ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]], [[αποκτώ]] («πασάμενος ἐπίτασσε», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. στον παρακμ.) [[πέπαμαι]]<br />έχω [[κάτι]] ως [[κτήμα]] μου, [[κατέχω]], κέκτημαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., του οποίου απαντούν ο μέλλ. [[πάσομαι]], ο αόρ. <i>ἐ</i>-<i>πασάμην</i> και [[ιδίως]] ο παρακμ. <i>πέπᾱμαι</i> (<b>πρβλ.</b> [[πᾶμα]], [[πάτωρ]], <i>παμ</i>-<i>πησία</i>, <i>ἔμ</i>-<i>πασις</i>). Η [[οικογένεια]] αυτή τών λ., [[ξένη]] στην ιων.-αττ. διάλεκτο, εκφράζει την [[έννοια]] της κτήσης ακίνητης περιουσίας και γενικά σταθερών αγαθών, από όπου και η [[επικράτηση]] του τ. του παρακμ., δηλωτικού διάρκειας, από τους τ. του ενεστ. ή του αορ. Η [[μαρτυρία]] στη Βοιωτική τών τ. <i>ππάματα</i> και <i>Γυνόππαστος</i> μάς οδηγούν σε [[ρίζα]] <i>kw</i><i>ā</i>- με χειλοϋπερωικό φθόγγο (που στη Βοιωτική εμφανίζεται με -<i>ππ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[ίππος]]). Άλλοι, επικαλούμενοι την [[αντιστοιχία]] [[ανάμεσα]] στα [[μένος]] και <i>μέμνημαι</i>, υποθέτουν την ύπαρξη ενός προσηγορικού <i>κέFος</i> και το συνδέουν με το αρχ. ινδ. <i>śavas</i>- «[[δύναμη]], [[υπεροχή]]». Επίσης, συνδέουν τον τ. <i>πά</i>-<i>τωρ</i> με το αρχ.ινδ. <i>śv</i><i>ā</i>-<i>tra</i>- «[[επικερδής]], [[δυνατός]]». Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], σε μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>kua</i>- &GT; <i>κῡ</i> της Ίδιας οικογένειας ανάγονται οι λ. [[άκυρος]], [[κύριος]] (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>ś</i><i>ū</i><i>ra</i>- «[[δυνατός]], [[ήρωας]]»). Στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με το [[πέπαμαι]] εντάσσουν μερικοί και το μυκην. συνθ. <i>moroqa</i> με α' συνθετικό <i>morο</i>- ή <i>moiro</i>- «[[μοίρα]], [[τεμάχιο]] γης» και β' συνθετικό -<i>qa</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>kw</i><i>ā</i>) «[[κάτοχος]]». Το θ. -<i>πᾱ</i> του [[πέπαμαι]] μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια: <i>Εὐπάτας</i>, <i>Καλλιπάτας</i> και με -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πάστᾱς</i>): <i>Εὔπαστος</i>, <i>Γονύππαστος</i>, <i>Θιόππαστος</i> και πιθ. στα: <i>Πασίβοιος</i>, <i>Πασίοχος</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], του ρ. [[πέπαμαι]] τόσο με το επί θ. <i>πᾶς</i> όσο και με το ρ. <i>κέκτημαι</i> δεν φαίνεται πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάομαι:''' μέλ. [[πάσομαι]] [ᾱ], αόρ. αʹ <i>ἐπᾱσάμην</i>· αποθ., [[κατέχω]], [[αποκτώ]], Λατ. [[potior]], <i>πᾱσάμενος ἐπίτασσε</i>, όταν έχεις δούλους, να τους διατάζεις, σε Θεόκρ.· [[κυρίως]] σε παρακ. πέπᾱμαι = [[κέκτημαι]], [[κατέχω]], σε Πίνδ., Ευρ., Αριστοφ., γʹ πληθ. <i>πέπανται</i>, σε Ξεν.· απαρ. <i>πεπᾶσθαι</i>, σε Σόλωνα, Ευρ.· μτχ. <i>πεπᾱμένος</i>, σε Αισχύλ., Ξεν.· υπερσ. <i>ἐπεπάμην</i>, σε Ξεν. (οι τύποι <i>ἐπᾱσάμην</i>, <i>πέπᾱμαι</i> δεν πρέπει να συγχέονται με τα <i>ἐπᾰσάμην</i>, [[πέπασμαι]] από το [[πατέομαι]], [[τρώω]]).
}}
}}