παρακελευστός: Difference between revisions

30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui prend parti pour, partisan.<br />'''Étymologie:''' [[παρακελεύω]].
|btext=ή, όν :<br />qui prend parti pour, partisan.<br />'''Étymologie:''' [[παρακελεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρακελεύομαι]]<br />(για [[ακροατήριο]]) αυτός που συγκροτήθηκε [[μετά]] από [[προτροπή]] ή [[παράκληση]] για να εγκρίνει ή να αποδοκιμάσει [[κάτι]], ο φατριαστικά εκλεγμένος, ο [[εγκάθετος]].
}}
}}