3,274,919
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακελευστός''': -ή, -όν, ὁ παρακελευσθείς, ὁ παρακεκλημένος [[μετὰ]] κελεύσεως, ἐπὶ παρεσκευασμένου ἀκροατηρίου [[ὅπως]] ἐγκρίνῃ ἢ κατακρίνῃ τι, Θουκ. 6. 13 (διάφ. γραφ. παρασκευαστούς)· ἴδε [[παρακέλευσις]] ΙΙ, καὶ πρβλ. παρακλητός. | |lstext='''παρακελευστός''': -ή, -όν, ὁ παρακελευσθείς, ὁ παρακεκλημένος [[μετὰ]] κελεύσεως, ἐπὶ παρεσκευασμένου ἀκροατηρίου [[ὅπως]] ἐγκρίνῃ ἢ κατακρίνῃ τι, Θουκ. 6. 13 (διάφ. γραφ. παρασκευαστούς)· ἴδε [[παρακέλευσις]] ΙΙ, καὶ πρβλ. παρακλητός. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui prend parti pour, partisan.<br />'''Étymologie:''' [[παρακελεύω]]. | |||
}} | }} |