παρακεκομμένως: Difference between revisions

30
(6_7)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακεκομμένως''': Ἐπίρρ., συντόμως, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 4.
|lstext='''παρακεκομμένως''': Ἐπίρρ., συντόμως, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 4.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[συντομία]], [[συντόμως]], βραχέως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρακεκομμένος</i> του [[παρακόπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}