παρακεκομμένως
From LSJ
English (LSJ)
Adv. briefly, v.l. for περικεκομμένως in Sch.Luc.Lex.3.
German (Pape)
[Seite 482] adv. part. perf. pass. von παρακόπτω, zusammengedrängt, kurz, Luc. Lexiph. 4.
Greek (Liddell-Scott)
παρακεκομμένως: Ἐπίρρ., συντόμως, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 4.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με συντομία, συντόμως, βραχέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκομμένος του παρακόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].