παρακρουστικός: Difference between revisions

31
(6_10)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακρουστικός''': ἡ, όν, = [[παρακοπτικός]], Ἱππ. Προρρ. 68, κτλ. ΙΙ. [[ἀπατηλός]], Πολυβ. Δ΄, 21˙ - Ἐπίρρ. -κῶς. [[αὐτόθι]].
|lstext='''παρακρουστικός''': ἡ, όν, = [[παρακοπτικός]], Ἱππ. Προρρ. 68, κτλ. ΙΙ. [[ἀπατηλός]], Πολυβ. Δ΄, 21˙ - Ἐπίρρ. -κῶς. [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρακρούω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μαίνεται, [[παράφρονας]], [[τρελός]]<br /><b>2.</b> [[απατηλός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρακρουστικῶς</i> (Α)<br />απατηλά.
}}
}}