παρακρουστικός

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακρουστικός Medium diacritics: παρακρουστικός Low diacritics: παρακρουστικός Capitals: ΠΑΡΑΚΡΟΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parakroustikós Transliteration B: parakroustikos Transliteration C: parakroustikos Beta Code: parakroustiko/s

English (LSJ)

παρακρουστική, παρακρουστικόν,
A = παρακοπτικός, Hp.Prorrh.1.11; πυρετός Ruf. ap. Orib.45.30.59; ἀγρυπνίαι Gal.7.467.
II deceitful, Poll.4.21. Adv. παρακρουστικῶς ib.51.

German (Pape)

[Seite 485] ή, όν, = παρακοπτικός, Hippocr. u. Sp.; auch = betrügend, täuschend, Poll. 4, 21.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρουστικός: ἡ, όν, = παρακοπτικός, Ἱππ. Προρρ. 68, κτλ. ΙΙ. ἀπατηλός, Πολυβ. Δ΄, 21˙ - Ἐπίρρ. -κῶς. αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρακρούω
1. αυτός που μαίνεται, παράφρονας, τρελός
2. απατηλός.
επίρρ...
παρακρουστικῶς (Α)
απατηλά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακρουστικός -ή -όν [παρακρούω] krankzinnig.