παρακρουστικός

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακρουστικός Medium diacritics: παρακρουστικός Low diacritics: παρακρουστικός Capitals: ΠΑΡΑΚΡΟΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parakroustikós Transliteration B: parakroustikos Transliteration C: parakroustikos Beta Code: parakroustiko/s

English (LSJ)

παρακρουστική, παρακρουστικόν,
A = παρακοπτικός, Hp.Prorrh.1.11; πυρετός Ruf. ap. Orib.45.30.59; ἀγρυπνίαι Gal.7.467.
II deceitful, Poll.4.21. Adv. παρακρουστικῶς ib.51.

German (Pape)

[Seite 485] ή, όν, = παρακοπτικός, Hippocr. u. Sp.; auch = betrügend, täuschend, Poll. 4, 21.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρουστικός: ἡ, όν, = παρακοπτικός, Ἱππ. Προρρ. 68, κτλ. ΙΙ. ἀπατηλός, Πολυβ. Δ΄, 21˙ - Ἐπίρρ. -κῶς. αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρακρούω
1. αυτός που μαίνεται, παράφρονας, τρελός
2. απατηλός.
επίρρ...
παρακρουστικῶς (Α)
απατηλά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακρουστικός -ή -όν [παρακρούω] krankzinnig.