παραφθορά: Difference between revisions

31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />légère corruption, altération peu profonde.<br />'''Étymologie:''' [[παραφθείρω]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />légère corruption, altération peu profonde.<br />'''Étymologie:''' [[παραφθείρω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[παραφθείρω]]<br />η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παραφθείρω]], ελαφρή '[[φθορά]], μικρή [[αλλοίωση]] [[προς]] το χειρότερο.
}}
}}