παραφθορά
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
ἡ, corruption, ἐν ταῖς φωναῖς A.D. Adv.164.24; of music, Plu.2.1131f; of language, κατὰ παραφθοράν Hermog.Meth.3, St.Byz.s.v. Ἀμαζόνειον, Eust. 1936.23.
German (Pape)
[Seite 506] ἡ, leichte Verderbung oder Verfälschung, Plut. u. a. Sp., bes. Gramm.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
légère corruption, altération peu profonde.
Étymologie: παραφθείρω.
Russian (Dvoretsky)
παραφθορά: ἡ
1 некоторая порча, ухудшение (τῆς μουσικῆς Plut.);
2 грам. испорченная форма, неправильность.
Greek (Liddell-Scott)
παραφθορά: ἡ, βαθμιαία διαφθορά, τῆς μουσικῆς Πλούτ. 2. 1131Ε· ἐπὶ τῆς γλώσσης, Εὐστ. 1396, 23, κτλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ παραφθείρω
η πράξη και το αποτέλεσμα του παραφθείρω, ελαφρή 'φθορά, μικρή αλλοίωση προς το χειρότερο.