3,277,055
edits
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui a l’air d’une jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]], [[ὤψ]]. | |btext=ός, όν :<br />qui a l’air d’une jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]], [[ὤψ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[παρθενωπός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παρθένος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όψη παρθένου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει λεπτούς και χαριτωμένους τρόπους, [[θηλυπρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για λέξεις) [[κομψός]] («εὔφωνά τε βούλεται [[εἶναι]] [[πάντα]] ὀνόματα καὶ λεῑα καὶ [[μαλακά]] καὶ παρθενωπά», Δίον. Αλ.). | |||
}} | }} |