3,277,048
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρθενωπός''': -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν παρθενικήν, Εὐρ. Ἠλ. 949˙ μεταφορ., [[θῆλυς]], [[θηλυπρεπής]], [[μαλακός]], ὀνόματα Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23. | |lstext='''παρθενωπός''': -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν παρθενικήν, Εὐρ. Ἠλ. 949˙ μεταφορ., [[θῆλυς]], [[θηλυπρεπής]], [[μαλακός]], ὀνόματα Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui a l’air d’une jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |