περίσφυρος: Difference between revisions

32
(6_16)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίσφῠρος''': -ον, = [[περισφύριος]], Ἀνθ. Π. 6. 211· τὰ περίσφυρα σκέλη ἐν Λουκ. Ἔρωσι 41 [[εἶναι]] [[ἴσως]] τὰ περὶ σφυρὰ (τὸ δὲ σκέλη [[εἶναι]] γλώσσ.). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίσφυρον, τό, = περισφύριον, Γαλην. 19. 144.
|lstext='''περίσφῠρος''': -ον, = [[περισφύριος]], Ἀνθ. Π. 6. 211· τὰ περίσφυρα σκέλη ἐν Λουκ. Ἔρωσι 41 [[εἶναι]] [[ἴσως]] τὰ περὶ σφυρὰ (τὸ δὲ σκέλη [[εἶναι]] γλώσσ.). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίσφυρον, τό, = περισφύριον, Γαλην. 19. 144.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[περισφύριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίσφυρον</i><br />το περισφύριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] (<b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-<i>σφυρος</i>, [[παρά]]-<i>σφυρος</i>)].
}}
}}