περίσφυρος
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
περίσφυρον,
A = περισφύριος (that is around the ankle), πέζα AP6.211 (Leon.); τὰ περίσφυρα σκέλη Luc.Am.41, should prob. be written τὰ περὶ σφυρά σκέλη being a gloss).
II as substantive περίσφυρον, τό, = περισφύριον (anklet), Gal.19.144.
German (Pape)
[Seite 595] = Vorigem; daher τὸ περίσφυρον = περισφύριον.
Russian (Dvoretsky)
περίσφῠρος: Anth. = περισφύριος.
Greek (Liddell-Scott)
περίσφῠρος: -ον, = περισφύριος, Ἀνθ. Π. 6. 211· τὰ περίσφυρα σκέλη ἐν Λουκ. Ἔρωσι 41 εἶναι ἴσως τὰ περὶ σφυρὰ (τὸ δὲ σκέλη εἶναι γλώσσ.). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίσφυρον, τό, = περισφύριον, Γαλην. 19. 144.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. περισφύριος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίσφυρον
το περισφύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σφυρόν (πρβλ. λευκό-σφυρος, παρά-σφυρος)].