περίτροχος: Difference between revisions

32
(Autenrieth)
(32)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[round]], Il. 23.455†.
|auten=[[round]], Il. 23.455†.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίτροχος]], -ον, ΝΜΑ [[περιτρέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[περίτροχο]]<br />[[σύσκευο]] από [[σχοινί]] με κόμπους που χρησιμοποιείται για την [[ανολκή]] του σχοινιού ή της αλυσίδας της άγκυρας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κυκλοτερής]], [[σφαιρικός]] (α. «ἐν δὲ μετώπῳ [[λευκόν]] σῆμ' ἐτέτυκτο περίτροχον [[ἠύτε]] [[μήνη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «περίτροχον [[φέγγος]] Ἠελίου», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περίτροχα κείρομαι» — [[κόβω]] τα μαλλιά στο [[κάτω]] [[μέρος]] [[γύρω]] [[γύρω]].
}}
}}