περίτροχος
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
English (LSJ)
περίτροχον
A circular, of a star in a horse's forehead, π. ἠΰτε μήνη Il.23.455; of the sun or moon, A.R.3.1229, Tryph.518; of a hat, Call.Fr.124; of a round lake, π. ὕδασι λίμνη D.P.987.
II neut.pl.as adverb, = περιτρόχαλα, περίτροχα κείρεσθαι Agath.1.3.
German (Pape)
[Seite 597] herumlaufend, daher rund, Il. 23, 455.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tourne tout autour ; circulaire, rond.
Étymologie: περιτρέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίτροχος -ον [περιτρέχω] rond.
Russian (Dvoretsky)
περίτροχος: бегущий кругом, описывающий круг, т. е. круглый (σῆμα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
περίτροχος: -ον, κυκλοτερής, στρογγύλος, περιφερής, ἐπὶ σεληνοειδοῦς σήματος ἐπὶ τοῦ μετώπου ἵππου, Ἰλ. Ψ. 455· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1229, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-.) 518· ἐπὶ πίλου, Καλλ. Ἀποσπ. 124. ΙΙ. παθ., περίτροχος ὕδασι λίμνη, «κυκλοτερὴς τοῖς ὕδασι» (παράφρασ.), Διον. Π. 987.
English (Autenrieth)
round, Il. 23.455†.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίτροχος, -ον, ΝΜΑ περιτρέχω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περίτροχο
σύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή του σχοινιού ή της αλυσίδας της άγκυρας
μσν.-αρχ.
1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ' ἐτέτυκτο περίτροχον ἠύτε μήνη», Ομ. Ιλ.
β. «περίτροχον φέγγος Ἠελίου», Απολλ. Ρόδ.)
2. φρ. «περίτροχα κείρομαι» — κόβω τα μαλλιά στο κάτω μέρος γύρω γύρω.
Greek Monotonic
περίτροχος: -ον, κυκλικός, στρογγυλός, σε Ομήρ. Ιλ.