περισπούδαστος: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />recherché avec empressement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σπουδάζω]].
|btext=ος, ον :<br />recherché avec empressement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σπουδάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περισπούδαστος]], -ον, ΝΜΑ [[περισπουδάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άξιος]] πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ [[αξιόλογος]], πολύ [[σημαντικός]], [[μνημειώδης]] («περισπούδαστο [[σύγγραμμα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με πολλή [[σοβαρότητα]], που φανερώνει πολλή [[μελέτη]], [[βαθυστόχαστος]]<br /><b>3.</b> [[βαθύς]], [[βαθυστόχαστος]], [[εμβριθής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που επιδιώκεται με [[μεγάλη]] [[σπουδή]], πολύ [[επιθυμητός]], [[περιπόθητος]], [[περιζήτητος]] («[[ἀοίδιμος]] δι' ἐμὲ [[ἦσθα]] καὶ [[περισπούδαστος]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόθυμος]] σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περισπουδάστως</i> ΝΜΑ και <i>περισπούδαστα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με πολλή [[σπουδή]] και [[σοβαρότητα]], βαθυστόχαστα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με την [[φροντίδα]] και την [[επιμέλεια]] που [[πρέπει]].
}}
}}