Anonymous

περισπούδαστος: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περισπούδαστος]], -ον, ΝΜΑ [[περισπουδάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άξιος]] πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ [[αξιόλογος]], πολύ [[σημαντικός]], [[μνημειώδης]] («περισπούδαστο [[σύγγραμμα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με πολλή [[σοβαρότητα]], που φανερώνει πολλή [[μελέτη]], [[βαθυστόχαστος]]<br /><b>3.</b> [[βαθύς]], [[βαθυστόχαστος]], [[εμβριθής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που επιδιώκεται με [[μεγάλη]] [[σπουδή]], πολύ [[επιθυμητός]], [[περιπόθητος]], [[περιζήτητος]] («[[ἀοίδιμος]] δι' ἐμὲ [[ἦσθα]] καὶ [[περισπούδαστος]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόθυμος]] σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περισπουδάστως</i> ΝΜΑ και <i>περισπούδαστα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με πολλή [[σπουδή]] και [[σοβαρότητα]], βαθυστόχαστα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με την [[φροντίδα]] και την [[επιμέλεια]] που [[πρέπει]].
|mltxt=-η, -ο / [[περισπούδαστος]], -ον, ΝΜΑ [[περισπουδάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[άξιος]] πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ [[αξιόλογος]], πολύ [[σημαντικός]], [[μνημειώδης]] («περισπούδαστο [[σύγγραμμα]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται με πολλή [[σοβαρότητα]], που φανερώνει πολλή [[μελέτη]], [[βαθυστόχαστος]]<br /><b>3.</b> [[βαθύς]], [[βαθυστόχαστος]], [[εμβριθής]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που επιδιώκεται με [[μεγάλη]] [[σπουδή]], πολύ [[επιθυμητός]], [[περιπόθητος]], [[περιζήτητος]] («[[ἀοίδιμος]] δι' ἐμὲ [[ἦσθα]] καὶ [[περισπούδαστος]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόθυμος]] σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περισπουδάστως</i> ΝΜΑ και <i>περισπούδαστα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με πολλή [[σπουδή]] και [[σοβαρότητα]], βαθυστόχαστα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με την [[φροντίδα]] και την [[επιμέλεια]] που [[πρέπει]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περισπούδαστος:''' -ον ([[σπουδάζω]]), εξαιρετικά [[περιζήτητος]], ιδιαίτερα [[ποθητός]], σε Λουκ.
}}
}}