πισσουργός: Difference between revisions

32
(6_5)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πισσουργός''': Ἀττ. πιττ-, όν, (*[[ἔργω]]) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ [[ναυπηγός]]… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, [[Πολυδ]]. Ζʹ, 101.
|lstext='''πισσουργός''': Ἀττ. πιττ-, όν, (*[[ἔργω]]) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ [[ναυπηγός]]… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, [[Πολυδ]]. Ζʹ, 101.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και αττ. τ. πιττουργός, Α<br />[[παρασκευαστής]] πίσσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]])].
}}
}}