3,277,002
edits
(6_7) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ πλανώμενος, πυρετοὶ (ἴδε [[πλάνης]] Ι. 3), Ἱππ. 216Β. 2) ὁ εὐκόλως κινούμενος ἢ διολισθαίνων, ἐπὶ ἐπιδέσμων, ὁ αὐτ. π. Ἰητρεῖον 743· πλ. ἄρθρον Ἀγμ. 778. 3) μεταφορ., γνώμη πλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11. | |lstext='''πλᾰνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ πλανώμενος, πυρετοὶ (ἴδε [[πλάνης]] Ι. 3), Ἱππ. 216Β. 2) ὁ εὐκόλως κινούμενος ἢ διολισθαίνων, ἐπὶ ἐπιδέσμων, ὁ αὐτ. π. Ἰητρεῖον 743· πλ. ἄρθρον Ἀγμ. 778. 3) μεταφορ., γνώμη πλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, ΜΑ [[πλάνη]]<br /><b>μτφ.</b> [[ασταθής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται εδώ κι [[εκεί]], ο περιπλανώμενος<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για πυρετούς) αυτός που εμφανίζεται σε ακανόνιστους παροξυσμούς<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για επιδέσμους και για τη [[μήτρα]]) αυτός που εύκολα κινείται ή διολισθαίνει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλανωδῶς</i> Α<br />με πλανώδη τρόπο. | |||
}} | }} |