Anonymous

πλανώδης: Difference between revisions

From LSJ
nl
(32)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, ΜΑ [[πλάνη]]<br /><b>μτφ.</b> [[ασταθής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται εδώ κι [[εκεί]], ο περιπλανώμενος<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για πυρετούς) αυτός που εμφανίζεται σε ακανόνιστους παροξυσμούς<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για επιδέσμους και για τη [[μήτρα]]) αυτός που εύκολα κινείται ή διολισθαίνει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλανωδῶς</i> Α<br />με πλανώδη τρόπο.
|mltxt=-ῶδες, ΜΑ [[πλάνη]]<br /><b>μτφ.</b> [[ασταθής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιφέρεται εδώ κι [[εκεί]], ο περιπλανώμενος<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για πυρετούς) αυτός που εμφανίζεται σε ακανόνιστους παροξυσμούς<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για επιδέσμους και για τη [[μήτρα]]) αυτός που εύκολα κινείται ή διολισθαίνει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλανωδῶς</i> Α<br />με πλανώδη τρόπο.
}}
{{elnl
|elnltext=πλανώδης -ες [πλάνη] instabiel, beweeglijk (van gewrichten, van verbandmateriaal). Hp. onregelmatig (van koorts). Hp.
}}
}}