πλασματώδης: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />feint, fictif, imaginaire.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσμα]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />feint, fictif, imaginaire.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσμα]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[πλάσμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> [[πλαστός]], [[μυθώδης]], [[ψεύτικος]]<br /><b>2.</b> [[προσποιητός]], [[υποκριτικός]] («πλασματώδεις ὑποφθεγγόμενος ἐπικλίσεις», Αρισταίν.).
}}
}}