Anonymous

πλασματώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλασμᾰτώδης''': -ες, [[πλαστός]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 12, π. Ἀναπν. 5. 2· [[λέγω]] δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 7, 24.
|lstext='''πλασμᾰτώδης''': -ες, [[πλαστός]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 12, π. Ἀναπν. 5. 2· [[λέγω]] δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 7, 24.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />feint, fictif, imaginaire.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσμα]], -ωδης.
}}
}}