3,277,121
edits
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui a la goutte aux pieds, podagre;<br /><b>2</b> qui concerne la goutte.<br />'''Étymologie:''' [[ποδάγρα]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui a la goutte aux pieds, podagre;<br /><b>2</b> qui concerne la goutte.<br />'''Étymologie:''' [[ποδάγρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[ποδάγρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[ποδάγρα]] ή προέρχεται από [[ποδάγρα]] (α. «εἰ ποδαγρικῷ χρήσαιτο πάθει», Φίλων<br />β. «νόσῳ ποδαγρικῇ καταπονηθείς», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> αυτός χρησιμεύει για τη [[θεραπεία]] της ποδάγρας («ποδαγρικὸν [[φάρμακον]]», <b>Γαλ.</b>) || (αρχ)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ποδαγρικός]]<br />[[εκείνος]] που πάσχει από [[ποδάγρα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποδαγρικά</i><br />η [[ποδάγρα]]. | |||
}} | }} |