πολυάσχολος: Difference between revisions

33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />chargé d’affaires.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἄσχολος]].
|btext=ος, ον :<br />chargé d’affaires.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἄσχολος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυάσχολος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές ασχολίες, πολλές δουλειές<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] και διάφορα πράγματα, πολυπράγμονας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄσχολος]] (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[άσχολος]])].
}}
}}