πολυάσχολος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάσχολος Medium diacritics: πολυάσχολος Low diacritics: πολυάσχολος Capitals: ΠΟΛΥΑΣΧΟΛΟΣ
Transliteration A: polyáscholos Transliteration B: polyascholos Transliteration C: polyascholos Beta Code: polua/sxolos

English (LSJ)

πολυάσχολον, very busy, μαθηματική Ps.-Luc.Philopatr.25, cf. Cat.Cod.Astr.8(3).93.

German (Pape)

[Seite 660] viel od. sehr beschäftigt, μαθηματική, Luc. Philopatr. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chargé d'affaires.
Étymologie: πολύς, ἄσχολος.

Russian (Dvoretsky)

πολυάσχολος: требующий усиленных занятий, т. е. крайне трудный (μαθηματική Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυάσχολος: -ον, πλήρης ἀσχολιῶν, τὴν πολυάσχολον μαθηματικὴν Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρις 25.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυάσχολος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές ασχολίες, πολλές δουλειές
2. αυτός που ασχολείται με πολλά και διάφορα πράγματα, πολυπράγμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄσχολος (πρβλ. περιάσχολος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάσχολος -ον [πολύς, ἄσχολος] zeer tijdrovend:. τὴν πολυάσχολον μαθηματικήν de wiskunde die jullie zoveel tijd heeft gekost [Luc.] 82.25.