πολύκρημνος: Difference between revisions

33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύκρημνος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν κρημνῶν, [[δύσβατος]], [[ὀρεινός]], Φώτ., Ἡσύχ. ([[πολύκνημος]] Schm.).
|lstext='''πολύκρημνος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν κρημνῶν, [[δύσβατος]], [[ὀρεινός]], Φώτ., Ἡσύχ. ([[πολύκνημος]] Schm.).
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρημνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]], [[φαράγγι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>κρημνος</i>, <i>υψί</i>-<i>κρημνος</i>).
}}
}}