πολύκρημνος
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
πολύκρημνον, with many steeps or mountains, χθών B.1.11, cf. Call.Fr.477.
German (Pape)
[Seite 665] mit vielen steilen Abhängen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκρημνος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν κρημνῶν, δύσβατος, ὀρεινός, Φώτ., Ἡσύχ. (πολύκνημος Schm.).
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς γκρεμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρημνος (< κρημνός «γκρεμός, φαράγγι»), πρβλ. βαθύκρημνος, υψίκρημνος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκρημνος -ον [πολύς, κρημνός] zeer bergachtig.