πολυκάρηνος: Difference between revisions

33
(6_6)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠκάρηνος''': Ἐπ. πουλ-. ον. ὁ ἔχων πολλὰς κεφαλάς, [[πολυκέφαλος]], Ἀνθ. Πλαν. 91, Νόνν. Δ. 40. 233.
|lstext='''πολῠκάρηνος''': Ἐπ. πουλ-. ον. ὁ ἔχων πολλὰς κεφαλάς, [[πολυκέφαλος]], Ἀνθ. Πλαν. 91, Νόνν. Δ. 40. 233.
}}
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. πουλυκάρηνος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, [[πολυκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ξανθο</i>-<i>κάρηνος</i>].
}}
}}