πολυκάρηνος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. πουλ-, ον, many-headed, APl.4.91, Nonn. D.40.233.
German (Pape)
[Seite 664] vielköpfig.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκάρηνος: Ἐπ. πουλ-. ον. ὁ ἔχων πολλὰς κεφαλάς, πολυκέφαλος, Ἀνθ. Πλαν. 91, Νόνν. Δ. 40. 233.
Greek Monolingual
και επικ. τ. πουλυκάρηνος, -ον, Α
αυτός που έχει πολλά κεφάλια, πολυκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθοκάρηνος].
Greek Monotonic
πολῠκάρηνος: Επικ. πουλ-, -ον, αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ανθ.
Middle Liddell
many-headed, Anth.