πολύσπερμος: Difference between revisions

33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύσπερμος''': -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον [[σπέρμα]], σπόρον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 57, κ. ἀλλ.
|lstext='''πολύσπερμος''': -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον [[σπέρμα]], σπόρον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 57, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύσπερμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό [[υγρό]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[γόνιμος]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[πολύσπερμος]]<br />[[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]]), <b>πρβλ.</b> [[γυμνό]]-<i>σπερμος</i>].
}}
}}