Anonymous

πολύσπερμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(33)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύσπερμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό [[υγρό]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[γόνιμος]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[πολύσπερμος]]<br />[[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]]), <b>πρβλ.</b> [[γυμνό]]-<i>σπερμος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύσπερμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό [[υγρό]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[γόνιμος]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[πολύσπερμος]]<br />[[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]]), <b>πρβλ.</b> [[γυμνό]]-<i>σπερμος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύσπερμος:''' дающий много семени, многосемянный Arst.
}}
}}