ποριστικός: Difference between revisions

33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a le talent de procurer, qui procure <i>ou</i> fournit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πορίζω]].
|btext=ή, όν :<br />qui a le talent de procurer, qui procure <i>ou</i> fournit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πορίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποριστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παράσχει [[κάτι]] («[[ἀρετή]] ἐστι [[δύναμις]] ποριστικὴ ἀγαθῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων.
}}
}}