Anonymous

ποριστικός: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποριστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παράσχει [[κάτι]] («[[ἀρετή]] ἐστι [[δύναμις]] ποριστικὴ ἀγαθῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων.
|mltxt=-ή, -ό / [[ποριστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παράσχει [[κάτι]] («[[ἀρετή]] ἐστι [[δύναμις]] ποριστικὴ ἀγαθῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποριστικός:''' -ή, -όν ([[πορίζω]]), [[ικανός]] να προσφέρει, σε Ξεν.
}}
}}