πού: Difference between revisions

2,905 bytes added ,  29 September 2017
33
(strοng)
(33)
Line 13: Line 13:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=genitive [[case]] of an [[indefinite]] pronoun pos ([[some]]) [[otherwise]] [[obsolete]] ([[compare]] [[πόσος]]); as adverb of [[place]], [[somewhere]], i.e. [[nearly]]: [[about]], a [[certain]] [[place]].
|strgr=genitive [[case]] of an [[indefinite]] pronoun pos ([[some]]) [[otherwise]] [[obsolete]] ([[compare]] [[πόσος]]); as adverb of [[place]], [[somewhere]], i.e. [[nearly]]: [[about]], a [[certain]] [[place]].
}}
{{grml
|mltxt=ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α<br /> (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις)<br /> <b>1.</b> (με τοπ. σημ.) σε ποιο [[μέρος]], σε ποιον [[τόπο]] (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο, από ποιον (α. «πού το ξέρεις ότι έφυγε;» β. «δείξεις δὲ ποῡ μοι πατρὸς ἐκ ταὐτοῡ [[γεγώς]];», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό φράσεων, οι οποίες δηλώνουν: α) έντονη [[απορία]] («πού τά έμαθες αυτά τα βρωμόλογα;»)<br /> β) έντονη [[άρνηση]] («πού να ξέρεις τί σού μαγειρεύει»)<br /> γ) [[έλλειψη]], [[ανάγκη]] («πού λεφτά για τέτοιες δουλειές»)<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πού και πού» ή «[[αριά]] και πού» — λέγεται για [[κάτι]] που γίνεται [[κάθε]] τόσο ή σπάνια («πού και πού πιάνει και στο [[νησί]] μας κανένα [[βαπόρι]]»)<br /> β) «από πού κι ώς πού» — δηλώνει [[αμφιβολία]] και [[αγανάκτηση]] («από πού κι ώς πού γυρεύει [[μερίδιο]];»)<br /> <b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κάλλιο]] νά το, [[παρά]] πού 'ν' το» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[είναι]] καλύτερο να έχει [[κανείς]] [[κάτι]] σίγουρο [[παρά]] να περιμένει<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> (σε ερωτήσεις που δηλώνουν [[αγανάκτηση]], [[ιδίως]] στην [[τραγωδία]]) με ποιο [[δικαίωμα]] («ποῡ σὺ στρατηγεῑς τοῡδε;», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> (με όχι αυστηρά τοπ. σημ.) σε ποιο [[σημείο]] («ποῡ σοι τύχης ἕστηκεν» — σε ποιο [[σημείο]] της τύχης βρίσκεται, <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> (με συμπερ. σημ.) αναμφίβολα, αναμφισβήτητα («κοῡ γε δή...» — πώς δεν θα..., <b>Ηρόδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- των ερωτηματικών και αόρ. αντωνυμιών και επιρρημάτων <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῦ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὁμ</i>-<i>οῦ</i>)].
}}
}}