Anonymous

πού: Difference between revisions

From LSJ
1,655 bytes added ,  30 December 2018
6
(33)
(6)
Line 16: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α<br /> (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις)<br /> <b>1.</b> (με τοπ. σημ.) σε ποιο [[μέρος]], σε ποιον [[τόπο]] (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο, από ποιον (α. «πού το ξέρεις ότι έφυγε;» β. «δείξεις δὲ ποῡ μοι πατρὸς ἐκ ταὐτοῡ [[γεγώς]];», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό φράσεων, οι οποίες δηλώνουν: α) έντονη [[απορία]] («πού τά έμαθες αυτά τα βρωμόλογα;»)<br /> β) έντονη [[άρνηση]] («πού να ξέρεις τί σού μαγειρεύει»)<br /> γ) [[έλλειψη]], [[ανάγκη]] («πού λεφτά για τέτοιες δουλειές»)<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πού και πού» ή «[[αριά]] και πού» — λέγεται για [[κάτι]] που γίνεται [[κάθε]] τόσο ή σπάνια («πού και πού πιάνει και στο [[νησί]] μας κανένα [[βαπόρι]]»)<br /> β) «από πού κι ώς πού» — δηλώνει [[αμφιβολία]] και [[αγανάκτηση]] («από πού κι ώς πού γυρεύει [[μερίδιο]];»)<br /> <b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κάλλιο]] νά το, [[παρά]] πού 'ν' το» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[είναι]] καλύτερο να έχει [[κανείς]] [[κάτι]] σίγουρο [[παρά]] να περιμένει<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> (σε ερωτήσεις που δηλώνουν [[αγανάκτηση]], [[ιδίως]] στην [[τραγωδία]]) με ποιο [[δικαίωμα]] («ποῡ σὺ στρατηγεῑς τοῡδε;», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> (με όχι αυστηρά τοπ. σημ.) σε ποιο [[σημείο]] («ποῡ σοι τύχης ἕστηκεν» — σε ποιο [[σημείο]] της τύχης βρίσκεται, <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> (με συμπερ. σημ.) αναμφίβολα, αναμφισβήτητα («κοῡ γε δή...» — πώς δεν θα..., <b>Ηρόδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- των ερωτηματικών και αόρ. αντωνυμιών και επιρρημάτων <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῦ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὁμ</i>-<i>οῦ</i>)].
|mltxt=ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α<br /> (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις)<br /> <b>1.</b> (με τοπ. σημ.) σε ποιο [[μέρος]], σε ποιον [[τόπο]] (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο, από ποιον (α. «πού το ξέρεις ότι έφυγε;» β. «δείξεις δὲ ποῡ μοι πατρὸς ἐκ ταὐτοῡ [[γεγώς]];», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό φράσεων, οι οποίες δηλώνουν: α) έντονη [[απορία]] («πού τά έμαθες αυτά τα βρωμόλογα;»)<br /> β) έντονη [[άρνηση]] («πού να ξέρεις τί σού μαγειρεύει»)<br /> γ) [[έλλειψη]], [[ανάγκη]] («πού λεφτά για τέτοιες δουλειές»)<br /> <b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πού και πού» ή «[[αριά]] και πού» — λέγεται για [[κάτι]] που γίνεται [[κάθε]] τόσο ή σπάνια («πού και πού πιάνει και στο [[νησί]] μας κανένα [[βαπόρι]]»)<br /> β) «από πού κι ώς πού» — δηλώνει [[αμφιβολία]] και [[αγανάκτηση]] («από πού κι ώς πού γυρεύει [[μερίδιο]];»)<br /> <b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κάλλιο]] νά το, [[παρά]] πού 'ν' το» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[είναι]] καλύτερο να έχει [[κανείς]] [[κάτι]] σίγουρο [[παρά]] να περιμένει<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> (σε ερωτήσεις που δηλώνουν [[αγανάκτηση]], [[ιδίως]] στην [[τραγωδία]]) με ποιο [[δικαίωμα]] («ποῡ σὺ στρατηγεῑς τοῡδε;», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> (με όχι αυστηρά τοπ. σημ.) σε ποιο [[σημείο]] («ποῡ σοι τύχης ἕστηκεν» — σε ποιο [[σημείο]] της τύχης βρίσκεται, <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> (με συμπερ. σημ.) αναμφίβολα, αναμφισβήτητα («κοῡ γε δή...» — πώς δεν θα..., <b>Ηρόδ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- των ερωτηματικών και αόρ. αντωνυμιών και επιρρημάτων <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>οῦ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὁμ</i>-<i>οῦ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πού:''' Ιων. [[κού]], εγκλιτ. επίρρ.,<br /><b class="num">I.</b> [[οπουδήποτε]], [[κάπου]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[συχνά]] με άλλα επιρρ. του τόπου, οὐχ [[ἑκάς]] που, [[κάπου]] όχι [[πολύ]] [[μακριά]], σε Σοφ.· [[πέλας]] που, στον ίδ.· <i>ἄλλοθί που</i>, σε Δημ.· με γεν., [[ἀλλά]] που [[αὐτοῦ]] ἀγρῶν, σε κάποιο [[μέρος]] αυτών των αγρών, σε Ομήρ. Οδ.· [[εἴ που]] τῆς χώρας [[τοῦτο]] συνέβη, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης, [[χωρίς]] [[αναφορά]] σε [[τόπο]], σε κάποιο βαθμό, [[καί]] πού τι, σε Θουκ.· [[συχνά]] λέγεται για να τροποποιήσει μια [[δήλωση]], με [[κάθε]] τρόπο, πιθανόν, ίσως, [[υποθέτω]], [[στοχάζομαι]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[εἴ που]], [[ἐάν]] που, [[εἰ μή]] που, σε Ξεν.· <i>τί που..</i>., τί στον κόσμο; σε Αισχύλ.· μαζί με αριθμητικά, [[δέκα]] κου, [[περίπου]] [[δέκα]], σε Ηρόδ.· <i>οὔ τί που</i>, εκφράζει [[άρνηση]] με [[αγανάκτηση]] ή θαυμασμό, [[βεβαίως]] δεν είναι δυνατόν, σε Σοφ. κ.λπ.· ή [[αλλιώς]], οὐ [[δήπου]], εκφράζει [[υποψία]] ότι [[κάτι]] είναι έτσι, οὐ [[δήπου]] [[Στράτων]];, σε Αριστοφ.
}}
}}