πρακτός: Difference between revisions

33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut <i>ou</i> doit être fait, faisable, praticable.<br />'''Étymologie:''' [[πράσσω]].
|btext=ή, όν :<br />qui peut <i>ou</i> doit être fait, faisable, praticable.<br />'''Étymologie:''' [[πράσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[πρηκτός]], -ή, -όν, Α [[πράττω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] δυνατόν να γίνει, [[εφικτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να τον διαβεί [[κανείς]], [[διαβατός]]<br /><b>3.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον εισπράξει<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πρακτά</i><br />πράγματα τα οποία [[είναι]] σωστό να γίνονται, ηθικές ενέργειες<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «πρακτὸς ὑπὸ τινος» — αυτός που κλήθηκε από κάποιον για να πληρώσει χρήματα, να αποδώσει [[κάτι]] που οφείλει.
}}
}}