Anonymous

πρακτός: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[πρηκτός]], -ή, -όν, Α [[πράττω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] δυνατόν να γίνει, [[εφικτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να τον διαβεί [[κανείς]], [[διαβατός]]<br /><b>3.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον εισπράξει<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πρακτά</i><br />πράγματα τα οποία [[είναι]] σωστό να γίνονται, ηθικές ενέργειες<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «πρακτὸς ὑπὸ τινος» — αυτός που κλήθηκε από κάποιον για να πληρώσει χρήματα, να αποδώσει [[κάτι]] που οφείλει.
|mltxt=και ιων. τ. [[πρηκτός]], -ή, -όν, Α [[πράττω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] δυνατόν να γίνει, [[εφικτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να τον διαβεί [[κανείς]], [[διαβατός]]<br /><b>3.</b> αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον εισπράξει<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πρακτά</i><br />πράγματα τα οποία [[είναι]] σωστό να γίνονται, ηθικές ενέργειες<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «πρακτὸς ὑπὸ τινος» — αυτός που κλήθηκε από κάποιον για να πληρώσει χρήματα, να αποδώσει [[κάτι]] που οφείλει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[πράσσω]]· <i>τὰ πρακτά</i>, πράγματα που πρέπει να γίνουν, στοιχεία ηθικής υφής, σε Αριστ.
}}
}}