προγευματίζω: Difference between revisions

34
(6_5)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προγευμᾰτίζω''': γευματίζω πρότερον, γεύομαι πρότερον, ἰσχυροῦ χυμοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5.
|lstext='''προγευμᾰτίζω''': γευματίζω πρότερον, γεύομαι πρότερον, ἰσχυροῦ χυμοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] το [[πρόγευμα]], το πρωινό μου<br /><b>2.</b> (παλαιότερα) [[τρώω]] το μεσημεριανό μου, [[γευματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκιμάζω]], [[γεύομαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («[[ὅταν]] προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}