Anonymous

προγευματίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(34)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] το [[πρόγευμα]], το πρωινό μου<br /><b>2.</b> (παλαιότερα) [[τρώω]] το μεσημεριανό μου, [[γευματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκιμάζω]], [[γεύομαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («[[ὅταν]] προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] το [[πρόγευμα]], το πρωινό μου<br /><b>2.</b> (παλαιότερα) [[τρώω]] το μεσημεριανό μου, [[γευματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκιμάζω]], [[γεύομαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («[[ὅταν]] προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''προγευμᾰτίζω:''' вкушать раньше (τινός Arst.).
}}
}}