προσεπιλαμβάνω: Difference between revisions

34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσεπιλήψομαι, <i>ao.2</i> προσεπέλαβον;<br />prendre en outre ; se charger en outre de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσεπιλαμβάνομαι;<br /><b>1</b> recevoir une part de, gén.;<br /><b>2</b> prendre part en outre : τινί τινος prendre part à qch (à une guerre) comme allié <i>ou</i> auxiliaire de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπιλαμβάνω]].
|btext=<i>f.</i> προσεπιλήψομαι, <i>ao.2</i> προσεπέλαβον;<br />prendre en outre ; se charger en outre de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσεπιλαμβάνομαι;<br /><b>1</b> recevoir une part de, gén.;<br /><b>2</b> prendre part en outre : τινί τινος prendre part à qch (à une guerre) comme allié <i>ou</i> auxiliaire de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐπιλαμβάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]], [[δένω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[προσεπιλαμβάνω]] ταινίῃ τὸν βραχίονα περὶ τὶ [[στῆθος]] περιδέοντα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[λαμβάνω]], [[απαιτώ]] [[κάτι]] περισσότερο<br /><b>3.</b> [[καταλαμβάνω]] επί [[πλέον]] («ἀπὸ δὲ τῶν δύσεων λίμνῃ προσεπιλαμβανούσῃ καὶ τοῡ πρὸς ἄρκτον μέρους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αναλαμβάνω]] επιπροσθέτως («ἅμα καὶ τὴν ἐποπτείαν τοῡ Δημητρίου προσεπιλαβόντος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> σφετερίζομαι<br /><b>6.</b> [[επεκτείνω]], [[μεγαλώνω]]<br /><b>7.</b> [[αρπάζω]]<br /><b>8.</b> [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι επί [[πλέον]]<br /><b>9.</b> [[αναφέρω]] επί [[πλέον]]<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε ένα [[έργο]]<br /><b>11.</b> <b>μτφ.</b> [[βοηθώ]] σε [[κάτι]] επί [[πλέον]] («Κροτωνιῆται δὲ οὐδένα σφίσι φασὶ ξεῑνον προσεπιλαβέσθαι τοῡ πρὸς Συβαρίτας πολέμου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσεπιλαμβάνομαι</i><br />[[παίρνω]] ένα [[μέρος]] από ένα [[σύνολο]] («προσεπελάβετο δὲ καὶ τῶν ἐν τῇ μεσογείῳ... [[πόλεων]] τὰς πλείστας», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}