Anonymous

προσεπιλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(34)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]], [[δένω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[προσεπιλαμβάνω]] ταινίῃ τὸν βραχίονα περὶ τὶ [[στῆθος]] περιδέοντα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[λαμβάνω]], [[απαιτώ]] [[κάτι]] περισσότερο<br /><b>3.</b> [[καταλαμβάνω]] επί [[πλέον]] («ἀπὸ δὲ τῶν δύσεων λίμνῃ προσεπιλαμβανούσῃ καὶ τοῡ πρὸς ἄρκτον μέρους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αναλαμβάνω]] επιπροσθέτως («ἅμα καὶ τὴν ἐποπτείαν τοῡ Δημητρίου προσεπιλαβόντος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> σφετερίζομαι<br /><b>6.</b> [[επεκτείνω]], [[μεγαλώνω]]<br /><b>7.</b> [[αρπάζω]]<br /><b>8.</b> [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι επί [[πλέον]]<br /><b>9.</b> [[αναφέρω]] επί [[πλέον]]<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε ένα [[έργο]]<br /><b>11.</b> <b>μτφ.</b> [[βοηθώ]] σε [[κάτι]] επί [[πλέον]] («Κροτωνιῆται δὲ οὐδένα σφίσι φασὶ ξεῑνον προσεπιλαβέσθαι τοῡ πρὸς Συβαρίτας πολέμου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσεπιλαμβάνομαι</i><br />[[παίρνω]] ένα [[μέρος]] από ένα [[σύνολο]] («προσεπελάβετο δὲ καὶ τῶν ἐν τῇ μεσογείῳ... [[πόλεων]] τὰς πλείστας», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=Α [[ἐπιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> [[περιλαμβάνω]], [[δένω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[προσεπιλαμβάνω]] ταινίῃ τὸν βραχίονα περὶ τὶ [[στῆθος]] περιδέοντα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[λαμβάνω]], [[απαιτώ]] [[κάτι]] περισσότερο<br /><b>3.</b> [[καταλαμβάνω]] επί [[πλέον]] («ἀπὸ δὲ τῶν δύσεων λίμνῃ προσεπιλαμβανούσῃ καὶ τοῡ πρὸς ἄρκτον μέρους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αναλαμβάνω]] επιπροσθέτως («ἅμα καὶ τὴν ἐποπτείαν τοῡ Δημητρίου προσεπιλαβόντος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> σφετερίζομαι<br /><b>6.</b> [[επεκτείνω]], [[μεγαλώνω]]<br /><b>7.</b> [[αρπάζω]]<br /><b>8.</b> [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι επί [[πλέον]]<br /><b>9.</b> [[αναφέρω]] επί [[πλέον]]<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε ένα [[έργο]]<br /><b>11.</b> <b>μτφ.</b> [[βοηθώ]] σε [[κάτι]] επί [[πλέον]] («Κροτωνιῆται δὲ οὐδένα σφίσι φασὶ ξεῑνον προσεπιλαβέσθαι τοῡ πρὸς Συβαρίτας πολέμου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσεπιλαμβάνομαι</i><br />[[παίρνω]] ένα [[μέρος]] από ένα [[σύνολο]] («προσεπελάβετο δὲ καὶ τῶν ἐν τῇ μεσογείῳ... [[πόλεων]] τὰς πλείστας», <b>Διόδ.</b>).
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-επιλαμβάνω act. er ook nog bijnemen:. χρή... ταινίῃ πλατέῃ προσεπιλαμβάνειν τὸν βραχίονα κύκλῳ περὶ τὸ στῆθος περιδέοντα men moet de bovenarm ook meenemen in het brede verband en dat rondom de borst vastbinden Hp. Fract. 8. ook aangrijpen, ook aantasten, pass.. Plat. Tim. 65d. med. zich toe-eigenen. Plut. Pel. 25.2. ook deelnemen aan:. προσεπιλαβέσθαι τοῦ πρὸς Συβαρίτας πολέμου mede deelnemen aan de oorlog tegen de Sybariten Hdt. 5.44.2.
}}
}}