προσλιμενίζομαι: Difference between revisions

35
(6_23)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσλῐμενίζομαι''': καὶ -εύομαι, Παθ., προσορμίζομαι, [[εἰσέρχομαι]] εἰς λιμένα, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 70, Ἐκκλ.
|lstext='''προσλῐμενίζομαι''': καὶ -εύομαι, Παθ., προσορμίζομαι, [[εἰσέρχομαι]] εἰς λιμένα, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 70, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[εισέρχομαι]] και [[αγκυροβολώ]] σε [[λιμάνι]], προσορμίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λιμήν]], -[[ένος]]].
}}
}}