προσπιέζω: Difference between revisions

35
(6_13b)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπιέζω''': μέλλ. -έσω, [[πιέζω]] [[προσέτι]], τι Ἱππ. 406. 35˙ πρβλ. [[πιέζω]] ΙΙ. 1. ΙΙ. πρ. τι [[πρός]] τι, ἐπί τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 13˙ ― ὁ Φίλων ἔχει προσπιεζέω, 2. 637.
|lstext='''προσπιέζω''': μέλλ. -έσω, [[πιέζω]] [[προσέτι]], τι Ἱππ. 406. 35˙ πρβλ. [[πιέζω]] ΙΙ. 1. ΙΙ. πρ. τι [[πρός]] τι, ἐπί τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 13˙ ― ὁ Φίλων ἔχει προσπιεζέω, 2. 637.
}}
{{grml
|mltxt=και προσπιεζῶ, -έω, ΜΑ<br />([[ιδίως]] σχετικά με επίδεσμο) [[δένω]] [[κάτι]] πολύ [[σφιχτά]], [[συσφίγγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] πιο πολύ, [[συνθλίβω]]<br /><b>2.</b> [[πιέζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]]<br /><b>3.</b> [[εξασκώ]] [[πίεση]] σε [[κάτι]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («κινοῡσι δὲ τὸ ἄνω [[μέρος]]... καὶ προσπιέζουσι πρὸς τὸ [[κάτω]]», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}