προσπιέζω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
also προσπιεζέω Ph. ap. Eus.PE8.14:—
A press besides, τι Hp.Acut.(Sp.) 59; press against, τοὺς ὀδόντας Archig. ap. Gal.12.860:—Pass., προσπεπιεσμένη tight, of a bandage, Heliod. ap. Orib.47.14.7.
2 π. τι πρός τι press to or upon, Arist.HA526a23:—Pass., Ph.2.400.
German (Pape)
[Seite 777] noch dazu drücken; Aesch. Ch. 299, l. d.; πρός τι, Arist. H. A. 4, 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-πιέζω samendrukken.
Russian (Dvoretsky)
προσπιέζω: прижимать, придавливать (τὸ ἄνω μέρος πρὸς τὸ κάτω Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
προσπιέζω: μέλλ. -έσω, πιέζω προσέτι, τι Ἱππ. 406. 35˙ πρβλ. πιέζω ΙΙ. 1. ΙΙ. πρ. τι πρός τι, ἐπί τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 13˙ ― ὁ Φίλων ἔχει προσπιεζέω, 2. 637.
Greek Monolingual
και προσπιεζῶ, -έω, ΜΑ
(ιδίως σχετικά με επίδεσμο) δένω κάτι πολύ σφιχτά, συσφίγγω
αρχ.
1. πιέζω κάτι ακόμη πιο πολύ, συνθλίβω
2. πιέζω κάτι ολόγυρα
3. εξασκώ πίεση σε κάτι ή πάνω σε κάτι («κινοῦσι δὲ τὸ ἄνω μέρος... καὶ προσπιέζουσι πρὸς τὸ κάτω», Αριστοτ.).