πρόσχισμα: Difference between revisions

35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sorte de chaussure fendue par devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σχίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />sorte de chaussure fendue par devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σχίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ίσματος, τὸ, Α [[προσχίζω]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] υποδήματος σχισμένου στο μπροστινό [[μέρος]]<br /><b>2.</b> το μπροστινό [[μέρος]] υποδήματος που έχει [[σχίσιμο]] ή [[άνοιγμα]].
}}
}}