Anonymous

πρόσχισμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσχισμα''': τό, [[εἶδος]] ὑποδήματος ἐσχισμένου εἰς τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] (ἐσχισμένον ἐκ τῶν [[ἔμπροσθεν]] Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 670· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τοῦ ὑποδήματος, [[διότι]] ἦτο ἐσχισμένον, Ρητ. 2. 19, 10, Προβλ. 30. 8, 3.
|lstext='''πρόσχισμα''': τό, [[εἶδος]] ὑποδήματος ἐσχισμένου εἰς τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] (ἐσχισμένον ἐκ τῶν [[ἔμπροσθεν]] Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 670· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τοῦ ὑποδήματος, [[διότι]] ἦτο ἐσχισμένον, Ρητ. 2. 19, 10, Προβλ. 30. 8, 3.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sorte de chaussure fendue par devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σχίζω]].
}}
}}