3,274,216
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσχισμα''': τό, [[εἶδος]] ὑποδήματος ἐσχισμένου εἰς τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] (ἐσχισμένον ἐκ τῶν [[ἔμπροσθεν]] Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 670· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τοῦ ὑποδήματος, [[διότι]] ἦτο ἐσχισμένον, Ρητ. 2. 19, 10, Προβλ. 30. 8, 3. | |lstext='''πρόσχισμα''': τό, [[εἶδος]] ὑποδήματος ἐσχισμένου εἰς τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] (ἐσχισμένον ἐκ τῶν [[ἔμπροσθεν]] Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 670· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τοῦ ὑποδήματος, [[διότι]] ἦτο ἐσχισμένον, Ρητ. 2. 19, 10, Προβλ. 30. 8, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />sorte de chaussure fendue par devant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σχίζω]]. | |||
}} | }} |