3,276,932
edits
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />éternuement.<br />'''Étymologie:''' [[πταίρω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />éternuement.<br />'''Étymologie:''' [[πταίρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[φταρμός]] Ν [[πτάρνυμαι]]<br />αιφνίδια σπασμωδική [[κίνηση]] τών εκπνευστικών [[μυών]], [[χάρη]] στην οποία ο [[αέρας]] απομακρύνεται απότομα και βίαια από το αναπνευστικό [[σύστημα]] διά μέσου της [[μύτης]] και του στομάχου, [[κίνηση]] που αποτελεί αντανακλαστικό [[φαινόμενο]], με συχνότερη [[αιτία]] τη [[διέγερση]] του βλεννογόνου τών ανώτερων αναπνευστικών [[οδών]] από ένα [[ξένο]] [[σώμα]] ή από ερεθιστικούς ατμούς, κν. [[φτέρνισμα]] και [[φτάρνισμα]]. | |||
}} | }} |