Anonymous

πταρμός: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />éternuement.<br />'''Étymologie:''' [[πταίρω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />éternuement.<br />'''Étymologie:''' [[πταίρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[φταρμός]] Ν [[πτάρνυμαι]]<br />αιφνίδια σπασμωδική [[κίνηση]] τών εκπνευστικών [[μυών]], [[χάρη]] στην οποία ο [[αέρας]] απομακρύνεται απότομα και βίαια από το αναπνευστικό [[σύστημα]] διά μέσου της [[μύτης]] και του στομάχου, [[κίνηση]] που αποτελεί αντανακλαστικό [[φαινόμενο]], με συχνότερη [[αιτία]] τη [[διέγερση]] του βλεννογόνου τών ανώτερων αναπνευστικών [[οδών]] από ένα [[ξένο]] [[σώμα]] ή από ερεθιστικούς ατμούς, κν. [[φτέρνισμα]] και [[φτάρνισμα]].
}}
}}