πτερνίζω: Difference between revisions

35
(6_23)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερνίζω''': κτυπῶ διὰ τῆς πτέρνης, [[λακτίζω]], Ἱππιατρ., Σουΐδ., 36, κτλ.), Φίλων 1. 125. ΙΙ. [[ἐπισκευάζω]] παλαιὸν [[ὑπόδημα]] διὰ νέου πέλματος, «λέγουσι δὲ ἐπὶ τῶν τὰ παλαιὰ τῶν στρωμάτων μεταποιούντων καὶ μεταρραπτόντων» Α. Β. 39.
|lstext='''πτερνίζω''': κτυπῶ διὰ τῆς πτέρνης, [[λακτίζω]], Ἱππιατρ., Σουΐδ., 36, κτλ.), Φίλων 1. 125. ΙΙ. [[ἐπισκευάζω]] παλαιὸν [[ὑπόδημα]] διὰ νέου πέλματος, «λέγουσι δὲ ἐπὶ τῶν τὰ παλαιὰ τῶν στρωμάτων μεταποιούντων καὶ μεταρραπτόντων» Α. Β. 39.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πτέρνη]] / [[πτέρνα]]]]<br />[[χτυπώ]] με τη [[φτέρνα]], [[λακτίζω]], [[κλοτσώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[άλογο]] με τον [[πτερνιστήρα]], [[σπιρουνίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]], [[κεντρίζω]] κάποιον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[παλεύω]] και, τελικά, [[κατανικώ]] την [[κακία]], τα [[πάθη]] και γενικά τον Σατανά («υἱοὶ δὲ Ἰακώβ... οἱ τῆς κακίας πτερνίσαντες τὴν ἐνέργειαν», Κλήμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> [[επισκευάζω]] παλιό [[παπούτσι]] με την [[τοποθέτηση]] καινούργιας σόλας.
}}
}}