πτερνίζω

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερνίζω Medium diacritics: πτερνίζω Low diacritics: πτερνίζω Capitals: ΠΤΕΡΝΙΖΩ
Transliteration A: pternízō Transliteration B: pternizō Transliteration C: pternizo Beta Code: pterni/zw

English (LSJ)

A fut. -ιῶ LXX Je.9.4(3): pf. ἐπτέρνικα ib.Ge.27.36:—strike with the heel, Hippiatr.40, Suid.
2 trip up, supplant, LXX Ge.27.36, Ph.1.125.
II heel an old shoe, Com.Adesp.46.

German (Pape)

[Seite 808] 1) mit der Ferse schlagen, mit dem an der Ferse befestigten Sporn stoßen, spornen, Suid. – 2) Einem den Fuß unterschlagen, übertr., betrügen, überlisten, LXX. u. VLL., die es auch durch ἀπατάω erklären. – 3) einen alten Schuh verflecken od. versohlen, neben ἐπικαττύειν Phryn. in B. A. 39.

Greek (Liddell-Scott)

πτερνίζω: κτυπῶ διὰ τῆς πτέρνης, λακτίζω, Ἱππιατρ., Σουΐδ., 36, κτλ.), Φίλων 1. 125. ΙΙ. ἐπισκευάζω παλαιὸν ὑπόδημα διὰ νέου πέλματος, «λέγουσι δὲ ἐπὶ τῶν τὰ παλαιὰ τῶν στρωμάτων μεταποιούντων καὶ μεταρραπτόντων» Α. Β. 39.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πτέρνη / πτέρνα
χτυπώ με τη φτέρνα, λακτίζω, κλοτσώ
νεοελλ.
1. χτυπώ άλογο με τον πτερνιστήρα, σπιρουνίζω
2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, κεντρίζω κάποιον
μσν.-αρχ.
μτφ. παλεύω και, τελικά, κατανικώ την κακία, τα πάθη και γενικά τον Σατανά («υἱοὶ δὲ Ἰακώβ... οἱ τῆς κακίας πτερνίσαντες τὴν ἐνέργειαν», Κλήμ.)
αρχ.
1. εξαπατώ
2. επισκευάζω παλιό παπούτσι με την τοποθέτηση καινούργιας σόλας.